- πολύσπαστος
- -η, -ο / πολύσπαστος, -ον, ΝΑ1. αυτός που έλκεται ή σύρεται με πολλά σχοινιά2. το ουδ. ως ουσ. το πολύσπαστο(γενικά) σύμπλεγμα τροχαλιών από το οποίο ανυψώνεται μεγάλο βάροςνεοελλ.το ουδ. ως ουσ. (ειδικά) τεχνολ. σύνολο πολλών τροχαλιών τοποθετημένων σε κοινή τροχαλιοθήκη ή σε δύο τροχαλιοθήκες, από τις οποίες η επάνω τροχαλιοθήκη, η πάγια, είναι στερεωμένη σε σταθερό σημείο, ενώ η κάτω, η κινητή, φέρει άγκιστρο από το οποίο συγκρατείται το φορτίο που πρόκειται να ανυψωθεί και το οποίο χρησιμοποιείται για την ανύψωση μεγάλων βαρών επειδή υποπολλαπλασιάζει την απαιτούμενη για την ανύψωση δύναμη, αλλ. παλάγκο.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + σπαστός (< σπῶ)].
Dictionary of Greek. 2013.